Πριν από λίγες ημέρες έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής, Βασίλης Καρράς σε ηλικία 70 ετών χάνοντας τη μάχη, που έδινε αθόρυβα τα τελευταία χρόνια με τον καρκίνο. Η απώλεια είναι μεγάλη τόσο για την οικογένειά του, όσο και για τον κόσμο, που τον λάτρεψε.
Μετά τον θάvατο του τραγουδιστή έχουν βγει στη δημοσιότητα άγνωστες πράξεις που είχε κάνει βοηθώντας πλήθος κόσμου, που είχε ανάγκη με τον Βασίλη Καρρά να ζητάει πλήρη εχεμύθεια για τις ''καλές του πράξεις''.
Με τη σειρά του ο γιος του Μπάμπη Λαζαρίδη, Βασίλης Λαζαρίδης και της Πόπης Μαλλιωτάκη παραχώρησε δηλώσεις στην εκπομπή Super Kατερίνα και προβλήθηκαν την Τρίτη 2/1 με τον ίδιο να αποκαλύπτει τη σχέση του με τον Βασίλη Καρρά και τα δύο αντικείμενα αξίας που του είχε χαρίσει, καθώς και το λόγο που τον φώναζε ''παππού''.
Η αποκάλυψη γιου γνωστής τραγουδίστριας για τη σχέση του με τον Βασίλη Καρρά
«Γνωριζόμασταν πολλά χρόνια με τον Βασίλη Καρρά και είχαμε και οικογενειακή σχέση. Εγώ συγκινούμαι γιατί, όποτε τον έβλεπα μου έλεγε να τον φωνάζω παππού επειδή ο πατέρας μου τον έλεγε πατέρα και μου είχε χαρίσει και δυο ρολόγια του, τα είχε βγάλει από το χέρι του. Γενικά ήταν πολύ τρυφερός κάθε φορά που συναντιόμασταν και τον έχω σε μια θέση στην καρδιά μου ξεχωριστή», είπε ο Βασίλης Λαζαρίδης.
Βασίλης Καρράς: Η οικογένεια, ο "πόλεμoς" και τα πισώπλατα μαχαιρώματα
«Βρήκα πόνο, στεναχώρια, μεγάλες χαρές. Μέχρι να σε βάλει ο κόσμος στο σπίτι του, να σε κάνει δικό του, τότε γίνεσαι μεγάλος που έλεγε και ο κ. Μάτσας. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να πετάει, τον πρόλαβα στο τσακ. Όταν είσαι αυτός που είσαι, όπως είσαι, όλα τα κερδίζεις. Και όταν λες αλήθεια. Για να πεις ένα ψέμα, έχεις άλλα δέκα από πίσω.
Κανένα ξεκίνημα δεν είναι απλό! Πήγαινα με τον αδελφό μου και κολλούσα τις αφίσες στον δρόμο και με είχε πιάσει η αστυνομία. Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Έκανα τότε δύο και τρεις δουλειές. Στα πρώτα μου βήματα με είχε στηρίξει ο Μίμης Πλέσσας. Το τηλέφωνο δε χτυπάει, ούτε η πόρτα αν δεν το χτυπήσεις εσύ.
Το 1959 ήμουν 8-9 χρονών, είχε βγει το τραγούδι του Καζαντζίδη το “Τελευταίο βράδυ μου”. Γίνεται ένας γάμος στο χωριό και μου είχε κολλήσει στο μυαλό. Κατεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη και δεν το έβαλα κάτω, έκανα αμέτρητες δουλειές. Δεν άφηνα καμία να πέσει κάτω. Μετά έχασα τον πατέρα μου στα 17. Ήταν οικοδόμος και η μητέρα μου καθαρίστρια. Θύμωνε η μάνα μου όταν πήγαινα μαζί της στα σπίτια που καθάριζα, δεν ήθελε.
Είμαι σε ένα ταβερνάκι με τους φίλους μου και είχε βγει το τραγούδι “Δελφίνι, δελφινάκι”, και έτσι όπως τραγουδούσαμε μου είπε ένας που έπαιζε ακορντεόν να τραγουδάω. Ντρεπόμουν αλλά μέσα μου καιγόμουν! Ήταν ένα μαγαζί που είχε μισό πρόγραμμα με λαϊκό και θα έλεγα 5-6 τραγούδια. Η πρεμιέρα είχε τόσο κόσμο όσο είχα σήμερα. Ήρθε η αστυνομία, ήρθαν μηχανές. Έκλεισε ο δρόμος. Δεν μπόρεσαν να μπουν στο μαγαζί και συνέχιζε αυτό να γίνεται. Εκεί άρχισα να νιώθω μια φλόγα μέσα μου αλλά δεν μπορούσα να παρατήσω και την άλλη δουλειά (σσ. μηχανικός).
Είχα έναν περίεργο εγωισμό μέχρι τα 35-40 μου. Ήθελα να φιλοξενώ τους μεγάλους εκεί που δούλευα. Και το κατάφερα στη Θεσσαλονίκη. Τους έπαιρνα για 10 μέρες για να με ξεκουράζουν και κρατούσα την έδρα μου. Έπαιρνα τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, τον Βαρδή για να ξεκουραστώ. Ήθελα να κάνω συνεργασίες με μικρότερούς μου και το πέτυχα, μου βγήκε σε καλό.
Από το 1990 άρχισε να με γνωρίζει καλά η Ελλάδα. Μετά το Νύχτα ξελογιάστρα άνοιξαν οι πόρτες. Ήρθα στην Αθήνα για να βρω τραγούδια, το βλαχάκι από το χωριό. Πάω σε έναν δικό μας από τον Βορρά και του λέω να μου γράψει το δίσκο. Μου λέει “Θα μου δώσεις 800.000 δραχμές”. Ήμουν αποφασισμένος να μπω στην αγορά. Περιμένω ένα μήνα, δύο. Ανεβαίνω στο αεροπλάνο και ζητάω ένα χαρτάκι και ένα στυλό και γράφω το πρώτο μου τραγούδι. Λέω “αυτοί μπορούν, με κοροϊδεύουν και εγώ δεν μπορώ;”. Έτσι ξεκίνησα να γράφω, από αντίδραση και είμαι ευχαριστημένος. Με κορόιδευαν για να κερδίσουν τα χρήματα.
Τα παράτησα κάποια στιγμή. Τα παράτησα γιατί κουράστηκα με τα μαχαιρώματα. Όταν ήρθα στην Αθήνα έφαγα μεγάλο πόλεμο, δε γράφεται σε βιβλίο. Με ανάγκασαν να βάλω φρουρά στο σπίτι μου. Τι δουλειά έχει η φρουρά; Δεν έχω πειράξει άνθρωπο και λες “γιατί ρε γαμώτo;”. Πέρασα τρία χρόνια δύσκολα μέχρι που πούλησα το σπίτι μου», είχε πει ο Βασίλης Καρράς σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο Ενώπιος Ενωπίω.