Πριν από τρία χρόνια, η Rahaf Mohammed al Qunun πόσταρε στο Twitter, εκλιπαρώντας για τη ζωή της.
Η 18χρονη δραπέτης μόλις είχε εγκαταλείψει την καταπιεστική ζωή της στη Σαουδική Αραβία, δραπέτευσε μέσα στη νύχτα ενώ βρισκόταν σε οικογενειακές διακοπές. Όμως οι δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας την συνέλαβαν στο αεροδρόμιο της Μπανγκόκ, κατέσχεσαν το διαβατήριό της, την πέταξαν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και της είπαν ότι θα την επέστρεφαν στην οικογένειά της που την κακοποιούσε σε δύο ημέρες.
«Παρακαλώ βοηθήστε με», έγραψε με απόγνωση στο Twitter. «Θα με σκοτώσουν [αν επιστρέψω]».
Η έκκλησή της έγινε viral. Κέρδισε 45.000 followers σε μια μέρα. Τα ειδησεογραφικά πρακτορεία από όλο τον κόσμο παρακολούθησαν με κομμένη την ανάσα την περιπέτειά της καθώς ήταν κλεισμένη στο ξενοδοχείο της και αρνιόταν να φάει. Οι χρήστες των social media τη βοήθησαν να συνδεθεί με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και ο Καναδάς της χορήγησε άσυλο.
Καθηλωμένη σε ξενοδοχείο της Ταϊλάνδης καθώς άνδρες προσπαθούσαν να την αναγκάσουν να επιστρέψει στην οικογένειά της, εκείνη στράφηκε στο Twitter για βοήθεια.
Έφτασε στο Τορόντο μια εβδομάδα αργότερα, στις 12 Ιανουαρίου 2019, σε ένα πλήθος υποστηρικτών που ζητωκραύγαζαν πετώντας λουλούδια και φώναζαν «Καλώς ήρθατε στον Καναδά!» Την επόμενη μέρα, ξύπνησε με εκατοντάδες απειλές θανάτου στο τηλέφωνό της.
Όμως, όπως γράφει η 21χρονη πλέον στα νέα της απομνημονεύματα, «Rebel: My Escape from Saudi Arabia to Freedom» (Ecco) που κυκλοφορεί τώρα, δεν πτοήθηκε από όσα συνέβαιναν. Είχε αποφασίσει πως δεν θα γυρνούσε πίσω.
«Έκλεισα τον λογαριασμό μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, άφησα το οικογενειακό μου όνομα, al Qunun, και βγήκα να βρω ένα κατάστημα όπου θα μπορούσα να αγοράσω ένα πάρκο που θα με κρατούσε ζεστή».
Είναι ίσως αυτή η στάση που ανάγκασε τη Rahaf να αφηγηθεί την ιστορία της απόδρασης και της βίαιης ζωής της στη Σαουδική Αραβία, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει περισσότερες απειλές θανάτου για εκείνη.
Οι χρήστες του Twitter τη βοήθησαν να συνδεθεί με τα Ηνωμένα Έθνη.
Επειδή ο πατέρας της έλειπε στη δουλειά κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, οι μεγαλύτεροι έφηβοι αδερφοί της Rahaf, Mutlaq και Majed, φέρονταν ως κηδεμόνες της και ήταν κακοποιητικοί μαζί της. Οι μεγαλύτερες αδερφές και η μητέρα της δεν μπορούσαν να την προστατέψουν. Όταν η συμπονετική δεύτερη μεγαλύτερη αδερφή της, η Reem - την οποία όλοι λάτρευαν - προσπάθησε να ξεφύγει από το σπίτι, ντυμένη σαν άντρας με βαλίτσα, με ένα χαρτί που περιέγραφε οδηγίες για το σχέδιο απόδρασής της, ο πατέρας και ο θείος της την ξυλοκόπησαν και την πήγαν σε ψυχιατρείο. Όταν η Reem επέστρεψε, ήταν χλωμή, ήσυχη, σχεδόν σε κώμα. Άνθρωποι με λευκές φόρμες πήγαιναν στο δωμάτιό της κάθε λίγες ώρες για να της κάνουν μυστηριώδεις ενέσεις. Ποτέ δεν ανάρρωσε πλήρως, γράφει η Rahaf. Ήταν έμφυτα περίεργη, αμφισβητούσε και - τελικά κατάλαβε - αμφιφυλόφιλη. (Η ομοφυλοφιλία τιμωρείται με θάνατο στη Σαουδική Αραβία.)
Είχε την πρώτη της σeξουαλική εμπειρία με ένα κορίτσι όταν ήταν 12 ετών. Η Rahaf γράφει ότι επειδή οι συνομήλικοί της δεν είχαν σχεδόν καμία επαφή με άτομα του αντίθετου φύλου, τα ειδύλλια μεταξύ κοριτσιών ήταν κάτι συνηθισμένο σε ένα σχολείο θηλέων. Όταν κάτι έφτασε στα αυτιά της μαμάς της, «με άρπαξε και άρχισε να μου σφίγγει το λαιμό για να με πνίξει, αποκαλώντας με άπιστη και άτιμη κόρη». Ήξερε πως έπρεπε να φύγει.
«Ελπίζω η ιστορία μου να ενθαρρύνει [άλλες γυναίκες] να είναι γενναίες και να βρουν την ελευθερία τους», γράφει. «Αλλά ελπίζω επίσης ότι θα προκαλέσει μια αλλαγή στους νόμους στη Σαουδική Αραβία και ότι αντί να είναι η ιστορία απόδρασης ενός κοριτσιού, αυτό το βιβλίο να είναι μια αφορμή για να αλλάξουν τα πράγματα».