TRUE STORIES

«Η μητέρα μου με ανάγκασε να παντρευτώ στην εφηβεία»

Νεαρή γυναίκα εξομολογείται το πως οι γονείς της την έστειλαν στη Μέση Ανατολή ως ανήλικη για να παντρευτεί
Γράφει η ΝΕΛΗ ΣΤΑΘΑΚΙΔΟΥ
«Η μητέρα μου με ανάγκασε να παντρευτώ στην εφηβεία»
Photo via Seventeen

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ήμουν 6 ετών όταν οι δύο μεγαλύτερες αδερφές μου πήγαν στην Παλαιστίνη για να «επισκεφτούν την οικογένεια». Τουλάχιστον αυτό μου είπε η μαμά μου.

Γεννήθηκα στο Σικάγο, όπως και οι αδερφές μου, αλλά οι γονείς μας είναι Παλαιστίνιοι, γεννημένοι στην Ιερουσαλήμ. Ήμουν τεσσάρων μηνών όταν πέθανε ο πατέρας μας. Έχασε τη ζωή του ενώ δούλευε σε ένα βενζινάδικο και πυροβολήθηκε κατά τη διάρκεια ληστείας. Μετά από αυτό, μετακομίσαμε και οι τέσσερις στο υπόγειο διαμέρισμα του σπιτιού της μητέρας της μαμάς μου, όπου μοιραζόμασταν ένα δωμάτιο με τις αδερφές μου.

Photo via Seventeen

Λάτρευα τη μεγαλύτερη αδερφή μου. Ήταν ατίθαση και αγαπούσε την ποπ μουσική και το μακιγιάζ, που δεν άντεχαν η γιαγιά και η μητέρα μου. Μεγαλώσαμε σαν μουσουλμάνες και ενώ η μαμά μου δεν μας έβαζε να φοράμε χιτζάμπ - μαντίλες - στο σχολείο, το κάναμε όταν πηγαίναμε στο τζαμί τις μεγάλες γιορτές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δεν έχω πολλές αναμνήσεις από τις αδερφές μου, αλλά θυμάμαι το πόσο αγαπούσε τον Usher η μεγαλύτερη αδερφή μου. Ήταν 13 ετών και τραγουδούσε τα τραγούδια του στο δωμάτιό μας. Αγόρασε μια αφίσα του και την κόλλησε στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι μας. Δεν άντεξε για πολύ βέβαια. Η γιαγιά μου μια μέρα την είδε και την έσκισε από τον τοίχο. Ούρλιαζε στην αδερφή μου. Αλλά δεν είχε σημασία. Ο Usher είχε φύγει. Και ένα χρόνο μετά, το ίδιο και οι αδερφές μου.

Η μαμά μου είπε ότι «πήγαιναν ένα ταξίδι» στην Παλαιστίνη, αλλά ακόμη και ως 6 ετών, θυμάμαι ότι άκουγα κάτι για μια ημερομηνία και κάτι σχετικά με την αδερφή μου, ότι φίλησε ένα αγόρι πίσω από ένα δέντρο ή ότι έγραφε ότι ήθελε να το κάνει. Θυμάμαι μεγάλες βαλίτσες και τις δύο αδερφές μου να κλαίνε καθώς αποχαιρετιστήκαμε. Έκλαψα κι εγώ, αλλά ήμουν περισσότερο θυμωμένη μαζί τους που με άφησαν. Με ποιον θα άκουγα πλέον ραδιόφωνο αργά το βράδυ;

Ωστόσο, νόμισα ότι θα επιστρέψουν. Έτσι, όταν η μητέρα μου, μου είπε ότι ήθελαν να μείνουν στην Παλαιστίνη, αναστατώθηκα πολύ. Μου έλλειπαν απίστευτα.

Photo via Seventeen

Μόλις αποφοίτησα από το γυμνάσιο, άρχισα να ζητάω από τη μαμά μου να με γράψει στο λύκειο. Κάθε φορά που τη ρωτούσα αν το είχε κάνει, μου έλεγε «Όχι ακόμα», ενώ μέσα στο καλοκαίρι μου είπε: «Θα σε γράψω σε ένα σχολείο θηλέων». Αλλά υπήρχε μια λίστα αναμονής, οπότε τα μαθήματα θα ξεκινούσαν διαδικτυακά. Έκανα ακόμη και τη δική μου έρευνα και μου έστειλαν φυλλάδια στο σπίτι, αλλά τα μαθήματα δεν άρχισαν ποτέ.

Μέχρι τον Σεπτέμβριο, όλοι οι φίλοι μου είχαν ξεκινήσει το σχολείο εκτός από εμένα. Ξυπνούσα κάθε μέρα στις 10 το πρωί και έβλεπα τηλεόραση, καθάριζα το σπίτι και βοηθούσα στις ετοιμασίες του δείπνου. Βαριόμουν πάρα πολύ. Εν τω μεταξύ, η μαμά μου άρχισε να με έχει από κοντά. Δεν δούλευε και πάντα έλεγε ότι ήταν σημαντικό για μένα να μάθω πώς να είμαι καλή νοικοκυρά. Ανατρίχιαζα κάθε φορά που το έλεγε αυτό, μιας και ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα να γίνω.

Photo via Seventeen

Στην πραγματικότητα, ήθελα πολύ μια δουλειά, ακόμα κι αν αυτή ήταν απλώς το να δουλεύω στο βενζινάδικο του πατριού μου. Οτιδήποτε για να βγαίνω από το σπίτι. Ρώτησα ακόμη και τον πατριό μου αν μπορούσα να πάρω άδεια εργαζομένου, την οποία μπορείς να πάρετε στα 15 στο Σικάγο, και μου είπε: «Σίγουρα!» αλλά όπως και στην περίπτωση του σχολείου, πάλι δεν έγινε τίποτα. Ήταν άλλη μια κενή υπόσχεση.

Το laptop μου ήταν το καταφύγιό μου

Το Facebook ήταν ο μόνος τρόπος για να μείνω σε επαφή με τους φίλους μου. Έφτιαξα ένα προφίλ με ψεύτικο όνομα, για να μην μπορούν να με εντοπίσουν οι δικοί μου και κουβέντιαζα με φίλους όλη την ημέρα. Αν η μαμά μου έμπαινε στο δωμάτιο, θα άλλαζα την οθόνη σε βιντεοπαιχνίδι. Δεν είχε ιδέα. Νωρίτερα εκείνη τη χρονιά, όταν είπα σε φίλους γιατί δεν πήγαινα στο σχολείο, περισσότεροι από ένας μου είπαν: «Αυτό είναι παράνομο!». Ήξερα ότι είχα το νόμιμο δικαίωμα να πηγαίνω στο σχολείο, αλλά δεν ήξερα σε ποιον να το πω. Οι δικοί μου δεν έδωσαν καμία σημασία, γιατί πολύ απλά αυτό ήθελαν!

Πέρασε ένας χρόνος, και το επόμενο καλοκαίρι, μιλούσα στο Facebook με έναν τύπο που ήξερα από το σχολείο. Σε κάποια φάση εκείνος μου ζήτησε να βγούμε και εγώ δέχτηκα, όντας πολύ ενθουσιασμένη. Είπα στους γονείς μου ότι θα πήγαινα να δω τον 24χρονο ξάδερφό μου. Ήταν το μόνο άτομο που μου επέτρεψαν ποτέ να επισκεφτώ. Είναι επίσης απίστευτα κουλ και υποσχέθηκε να με καλύψει. 

Το αγόρι που μιλούσα ήταν χαριτωμένο και πολύ ωραίο. Του είπα ότι οι γονείς μου ήταν αυστηροί και δεν ήξεραν καν πού βρισκόμουν, ενώ εκείνος ήταν πολύ ήρεμος και με καθησύχασε.

Ήταν η πιο διασκεδαστική μέρα που είχα εδώ και ένα χρόνο. Στο τέλος του ραντεβού μας, του είπα ότι θα επικοινωνούσα μέσω Facebook μαζί του και επέστρεψα στο σπίτι μου. Το επόμενο βράδυ, ήμουν στο σαλόνι και έβλεπα τηλεόραση όταν χτύπησε το κουδούνι. Η μαμά μου άνοιξε την πόρτα και άκουσα τη φωνή του αγοριού να ρωτά: «Είναι η Γιασμίν στο σπίτι;». Παγωσα. Η μητέρα μου άρχισε να ουρλιάζει: «Ποιός είσαι και γιατί είσαι σε αυτό το σπίτι;». Εκείνος ατάραχος απάντησε «Είμαι ο φίλος της Γιασμίν».

Τον έβλεπα να στέκεται μπροστά στη μαμά μου, με την πλάτη της στραμμένη προς εμένα, και προσπαθούσα να του κάνω νοήματα με το χέρι για να φύγει. Την επόμενη μέρα, η μαμά μου πήγε για ψώνια χωρίς εμένα και κλείδωσε τη πόρτα, πράγμα που σήμαινε ότι ήμουν παγιδευμένη. Για τις επόμενες δύο εβδομάδες, ήμουν κυριολεκτικά κλειδωμένη μέσα.

Και τότε μια μέρα, η μητέρα μου είπε: «Ετοίμασεε τις βαλίτσες σου. Θα πάμε στην Παλαιστίνη να επισκεφτούμε τις αδερφές σου». Είχα πάει εκεί μόνο μια φορά όταν ήμουν 10 ετών. Δεν θυμάμαι καν ότι είχα δει τις αδερφές μου τότε. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι το μέρος ήταν πολύ άσχημο. Καθόλου πράσινο. Το μίσησα. Επιπλέον, μιλάω μόνο πολύ βασικά αραβικά, αυτό που μιλούν εκεί.

Φοβόμουν το ταξίδι. Το να αποχαιρετήσω τη μικρή μου αδερφή ήταν επώδυνο — τότε ήταν 8 ετών. Ήταν το μόνο άλλο άτομο που γνώριζε, εκτός από τον ξάδερφο μου, για το ραντεβού μου. Την χαιρέτησα με δάκρυα στα μάτια και υποσχέθηκα ότι θα επιστρέψω σύντομα.

Η μαμά μου μου είπε ότι θα λείπαμε για ένα μήνα, αλλά δεν την εμπιστευόμουν. Στο δρόμο για το αεροδρόμιο, ζήτησα να δω το εισιτήριο της επιστροφής μου. Ήθελα την απόδειξη ότι υπήρχε. Ήταν αγανακτισμένη καθώς μου έδειχνε το εισιτήριο, αλλά με έκανε να νιώσω καλύτερα.

Η μητέρα, η γιαγιά μου και εγώ προσγειωθήκαμε στο Τελ Αβίβ, το οποίο ήταν τόσο ζεστό όσο θυμόμουν. Ένιωσα κλειστοφοβία στο ταξί με το οποίο πήγαμε στη Ραμάλα, την παλαιστινιακή πρωτεύουσα. Η γιαγιά μου έχει σπίτι εκεί και οι δύο αδερφές μου έμεναν εκεί κοντά.

Ήμουν τόσο θυμωμένη που ήμουν εκεί, που δεν ενθουσιάστηκα καν με το γεγονός ότι θα έβλεπα τις αδερφές μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι με είχαν αφήσει όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα, ήταν και οι δύο παντρεμένες με παιδιά. Αλλά στο τέλος εκείνου του πρώτου βραδιού, χαλάρωσα μαζί τους. Τους είπα ακόμη και τι συνέβη με το ραντεβού μου και άρχισαν να με πειράζουν.

Περίπου δύο εβδομάδες μετά τη διαμονή μας, οι αδερφές μου με κάθισαν στο δωμάτιο και άρχισαν να μου φτιάχνουν τα μαλλιά και να με βάφουν. Ποτέ δεν μου επέτρεψαν να φορέσω μακιγιάζ στο σπίτι, οπότε σκέφτηκα ότι ήταν ωραίο. Όταν ρώτησα γιατί, μου είπαν ότι ήθελαν να συναντήσω έναν φίλο τους.

Ο φίλος τους ήταν τότε είκοσι ετών, αλλά ζούσε ακόμα με τη μαμά του, την οποία η αδερφή μου αποκάλεσε «πρόβλημα». Δεν κατάλαβα τι εννοούσε με αυτό. Εκείνος έφτασε με τη μαμά του και τον θείο του και άρχισε να μου μιλά στα αραβικά. Δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτα εκτός από το ότι με ρώτησε πόσο χρονών ήμουν. Είπα: «Είμαι 15. Μόλις τελείωσα το γυμνάσιο». Έδειχνε σαστισμένος. Το ίδιο και εγώ.

Αφού έφυγε, ρώτησα τις αδερφές μου τι ήταν αυτή η συνάντηση. Μου εξήγησαν ότι αυτός ήταν ο τρόπος για να συναντήσεις μνηστήρες. Όταν μια οικογένεια πιστεύει ότι ένα κορίτσι είναι έτοιμο να παντρευτεί - συνήθως είναι μέρος αυτής της απόφασης - μεταφέρουν σε άλλες οικογένειες το ότι αναζητούν σύζυγο για αυτό. Στη συνέχεια το ζευγάρι συναντιέται μέσω των γονιών του και αν είναι καλό το ταίριασμα, η γνωριμία προχωράει.

Πέρασε μια εβδομάδα και για άλλη μια φορά οι αδερφές μου με κάθισαν και άρχισαν να με μακιγιάρουν. Είπαν ότι ένας άλλος άντρας ερχόταν να με συναντήσει. Όταν ρώτησα «Ποιος;» μου απάντησαν: «Μην ανησυχείς γι' αυτό. Απλά διασκέδασε το».

Το κουδούνι χτύπησε και μπήκε ένας τύπος με τους γονείς του. Ήταν δυο κεφάλια πιο ψηλός από εμένα, εννέα χρόνια μεγαλύτερος μου και του έλλειπε το μισό από το μπροστινό αριστερό του δόντι. Μόλις έφυγε αυτός και η οικογένειά του, η μαμά και η γιαγιά μου είπαν ότι σκέφτηκαν να τον παντρευτώ. «Έχει δουλειά και σπίτι». Αυτό ήταν το μόνο που χρειάστηκε.

Ήμουν έξαλλη, καθώς εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι με είχαν φέρει στην Παλαιστίνη για να παντρευτώ και σχεδίαζαν να με αφήσουν εκεί. Αντί να τους επιπλήξω, άρχισα αμέσως να σκέφτομαι τρόπους για να επιστρέψω μόνη μου στο σπίτι. Ήξερα ότι αυτό που πήγαιναν να μου κάνουν ήταν εντελώς παράνομο και ότι απλώς έπρεπε να βρω έναν τρόπο να φτάσω σε έναν αστυνομικό στο Ιλινόις, που θα μπορούσε να με βοηθήσει να ξεφύγω.

Τότε ήξερα επίσης ότι δεν μπορούσα να εμπιστευτώ τις αδερφές μου, οι οποίες κάθε φορά που τους παραπονιόμουν για όλα αυτά, μου έλεγαν: «Δεν είναι τόσο κακό! Θα μάθεις να τον αγαπάς!».

Εκείνος κι εγώ συναντηθήκαμε άλλες δύο φορές εκείνη την εβδομάδα και κάθε φορά ήλπιζα ότι θα καταλάβαινε ότι με εξανάγκαζαν στον γάμο. Στη συνέχεια, όμως, κατά τη διάρκεια αυτής της τρίτης επίσκεψης, όλοι οι άνδρες πήγαν σε ένα δωμάτιο, ενώ οι γυναίκες έμειναν σε ένα άλλο.

Η αδερφή, η μητέρα και η γιαγιά μου κουβέντιαζαν με τη μητέρα και τις αδερφές του μελλοντικού συζύγου μου, όταν άκουσα τους άντρες να διαβάζουν το απόσπασμα αρραβώνων από το Κοράνι. Έκπληκτη ρώτησα τις αδερφές μου «Τι κάνουν;». Η μεγαλύτερη αδερφή μου είπε «Διαβάζουν το απόσπασμα» και εγώ φώναξα, «Όχι!» και άρχισα να κλαίω.

Ο χειρότερος εφιάλτης μου έγινε μια τρομακτική πραγματικότητα. Έτρεξα στο μπάνιο, κουλουριάστηκα σε μια γωνία και ξέσπασα σε κλάματα. Πώς μπόρεσε η οικογένειά μου να μου το κάνει αυτό; Σκέφτηκα να φύγω, αλλά πώς; Η μητέρα μου είχε το διαβατήριό μου. Δεν είχα χρήματα. Είχα κολλήσει εκεί. Άρχισα να σκέφτομαι διαφορετικούς τρόπους για να αυτοκτονήσω. Οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο από αυτό που μου συνέβαινε.

Αφού έφυγε η οικογένειά του, δεν μπορούσα πλέον να συγκρατήσω την οργή μου για τη μητέρα μου. «Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Είμαι η κόρη σου!» Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό μου. Έβλεπα και τη μαμά μου στενοχωρημένη — έκλαιγε, κουνώντας το κεφάλι της. Νομίζω ότι ένιωθε άσχημα για αυτό, αλλά ένιωθε επίσης ότι ήταν η καλύτερη επιλογή. Ένιωσα τόσο προδομένη. Και τότε ακριβώς, η γιαγιά μου μπήκε στο δωμάτιο και με χαστούκισε. «Μην δείχνεις ασέβεια στη μητέρα σου!» είπε, πριν γυρίσει στη μητέρα μου και πει: «Βλέπεις; Το χρειάζεται αυτό. Πώς αλλιώς θα μάθει να σέβεται;».

Τότε έμαθα ότι η γιαγιά μου είχε στήσει όλο αυτό το θέμα. Είχε γνωρίσει την οικογένεια αυτού του άντρα σε ένα εμπορικό κέντρο την ίδια εβδομάδα που τον συνάντησα! Οι γονείς του είχαν ένα εστιατόριο και μας είχαν δει να ψωνίζουμε. Την πλησίασαν για να δουν αν είμαι κατάλληλη νύφη για τον γιο τους. Τους είπε ναι, αλλά ότι έπρεπε να παντρευτώ πριν πετάξει πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Ποτέ δεν μου άρεσε η γιαγιά μου, αλλά δεν τη μισούσα μέχρι εκείνη τη στιγμή

Ο γάμος είχε προγραμματιστεί για τις 30 Σεπτεμβρίου, μιάμιση εβδομάδα μετά από τους αρραβώνες. Ακόμα προσπαθούσα απεγνωσμένα να βρω μια διέξοδο από αυτό. Είπα στη μαμά μου «Θα βρω τρόπο να φύγω». Εκείνη απάντησε: «Ή θα παντρευτείς  αυτόν ή κάποιον πολύ μεγαλύτερο που δεν θα είναι τόσο καλός».

Λίγες μέρες πριν από το γάμο, η μεγαλύτερη αδερφή μου αποκάλυψε τελικά ότι ήταν και αυτή παντρεμένη παρά τη θέλησή της. «Κλωτσούσα και ούρλιαζα σε όλη τη διαδρομή για τον γάμο». «Αλλά έμαθα να τον αγαπώ. Θα το κάνεις κι εσύ.» όπως είπε εκείνη.

Photo via Seventeen

Δεν θυμάμαι την τελετή - όλα είναι τόσο θολά - αλλά θυμάμαι ότι αποτραβήχτηκα όταν εκείνος προσπάθησε να με φιλήσει στο μάγουλό. Στο τέλος του γαμήλιου πάρτι και οι δύο αδερφές μου ήταν τόσο ενθουσιασμένες για την πρώτη μου νύχτα μαζί του. Μου είπαν μάλιστα «Στείλε μας μετά!».

Τους μισούσα

Η πρώτη νύχτα ήταν απαίσια. Το μόνο πράγμα για το οποίο είμαι ευγνώμων είναι ότι ο σύζυγός μου δεν ήταν βίαιος ή επιθετικός άντρας. Θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερο. Έχω τρομερούς πονοκεφάλους ημικρανίας που προκαλούνται από το άγχος και τους χρησιμοποίησα προς όφελός μου τις εβδομάδες που ακολούθησαν. Πήρε την πρώτη εβδομάδα άδεια από τη δουλειά και περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος της με την οικογένειά του. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην είμαι κοντά του, ενώ προσπαθούσα να βρω μια διέξοδο από αυτό το χάος. Για να το κάνω αυτό, έπρεπε να μπω στο διαδίκτυο.

Όταν επέστρεψε στη δουλειά του ως μηχανικός, έφευγε από το σπίτι στις 9 το πρωί καθημερινά. Σηκωνόμουν, έπαιρνα πρωινό και πήγαινα στο σπίτι της μαμάς του για να τη βοηθήσω να καθαρίσει και να φτιάξει το δείπνο. Είχε έναν υπολογιστή, οπότε μια μέρα, ρώτησα αν μπορούσα να τον χρησιμοποιήσω για να μιλήσω στη μητέρα μου και εκείνη συμφώνησε. Αντίθετα, μπήκα στο Facebook και έστειλα μήνυμα σε μια φίλη από την τρίτη δημοτικού και της είπα πού ήμουν και τι είχε συμβεί. Έγραψε αμέσως: «Αυτό είναι παράνομο!». Για άλλη μια φορά, το ήξερα, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω.

Είχα έναν άλλο φίλο που γνώρισα μέσω του Facebook που ζούσε στο Τέξας. Ήταν μουσουλμάνος. Του είπα τι συνέβη και μου έγραψε: «Πρέπει να τηλεφωνήσεις στην πρεσβεία!» και μου έστειλε μάλιστα τον αριθμό. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά καθώς το έγραφα σε ένα κομμάτι χαρτί και το έσπρωξα στην τσέπη μου. Στις 14 Οκτωβρίου, βρισκόμουν στο διαμέρισμά μας το απόγευμα, όταν τελικά κατάφερα να τηλεφωνήσω. Χρησιμοποίησα το κινητό τηλέφωνο που μου έδωσε ο σύζυγός μου για να μιλάω μαζί του και με τις αδερφές μου.

Απάντησε στο τηλέφωνο ένας άντρας μιλώντας αγγλικά και του φώναξα: «Είμαι πολίτης των ΗΠΑ. Οι γονείς μου με έφεραν εδώ παρά τη θέλησή μου για να παντρευτώ έναν άντρα. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου». Μετά από μια στιγμή σιωπής, με συνέδεσε με έναν άντρα ονόματι Μοχάμεντ, ο οποίος μου ζήτησε τα ονόματα και τη διεύθυνση των γονιών μου στην Αμερική.

Του έδωσα όλες τις αποδείξεις που μπορούσα να σκεφτώ οι οποίες έδειχναν ότι ήμουν πολίτης των ΗΠΑ. Δεν ήξερα τον αριθμό κοινωνικής μου ασφάλισης και δεν είχα το διαβατήριό μου. Είπε ότι ήταν εντάξει, αλλά χρειαζόταν απόδειξη ότι ήμουν πραγματικά παντρεμένη. Ζήτησε το πιστοποιητικό γάμου. Δεν είχα ιδέα πού ήταν. Μετά με ρώτησε το επώνυμο του συζύγου μου και συνειδητοποίησα ότι ούτε εγώ είχα ιδέα τι ήταν αυτό.

Ο Μοχάμεντ μου είπε ότι θα επικοινωνούσε μόλις επαληθεύσει όλες τις πληροφορίες μου. Μου τηλεφώνησε πολλές φορές τους επόμενους δύο μήνες. Εκείνο το διάστημα έμαθα το επίθετο του συζύγου μου, το οποίο ήταν νόμιμα και δικό μου. Καθώς περίμενα νέα, έπαθα πολλές ημικρανίες. Στις 3 Δεκεμβρίου, ο Μοχάμεντ τηλεφώνησε με τον αριθμό για μια υπηρεσία ταξί και τη διεύθυνση ενός ξενοδοχείου. Μου είπε να είμαι εκεί το επόμενο πρωί στις 11 το πρωί.

Την επόμενη ημέρα, περίμενα να φύγει ο άντρας μου, έριξα όλα τα υπάρχοντά μου  στη βαλίτσα μου και κάλεσα στον αριθμό που μου έδωσε ο Μοχάμεντ. Τότε κατάλαβα ότι δεν ήξερα καν τη διεύθυνσή μου. Είπα στον οδηγό το όνομα του πλησιέστερου μεγάλου καταστήματος και μετά έμεινα στο τηλέφωνο μαζί του, λέγοντάς του πότε να στρίψει δεξιά ή αριστερά. Δεν μπορούσε να με βρει, οπότε έτρεξα στον κεντρικό δρόμο για να τον συναντήσω προσευχόμενη να μη με δει κανείς.

Κράτησα την αναπνοή μου για όλη τη διαδρομή των 30 λεπτών μέχρι το ξενοδοχείο. Εκεί, στο πάρκινγκ, εντόπισα μια ξανθιά γυναίκα να κάθεται με έναν τύπο σε ένα μαύρο βαν. «Είστε από την πρεσβεία των ΗΠΑ;» Ρώτησα. Είπαν ναι και μετά με χάιδεψαν, εξηγώντας μου ότι ήταν για λόγους ασφαλείας, για να βεβαιωθούν ότι δεν ήμουν ζωσμένη με βόμβες. «Κάντε ό,τι χρειάζεται να κάνετε!». Δεν με ένοιαζε, γιατί ήμουν επιτέλους κοντά στην ελευθερία. Όταν με έβαλαν στο πίσω κάθισμα, έβγαλα τη μαντίλα μου και αγκάλιασα με δάκρυα χαράς αυτούς τους δύο ξένους, καθώς ένιωσα ασφαλής για πρώτη φορά μετά από καιρό.

Πήγαμε στην Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ όπου πέρασα την ημέρα συμπληρώνοντας έγγραφα προκειμένου να μπω στο σύστημα ανάδοχων οικογενειών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είχα ιδέα τι σήμαινε αυτό εκτός από αυτήν τη μία εκπομπή κινουμένων σχεδίων που ονομάζεται Foster Home for Imaginary Friends, αλλά η συμφωνία να μπω σε ανάδοχη οικογένεια δεν ήταν άσχημη, τουλάχιστον ήταν μια νέα αρχή.

Εκείνο το βράδυ, ένας διπλωμάτης με συνόδευσε στο αεροδρόμιο με δύο σωματοφύλακες και με έβαλαν σε ένα αεροπλάνο για τη Φιλαδέλφεια. Στην επόμενη πτήση μου, πέταξα από τη Φιλαδέλφεια στο Σικάγο και κάθισα δίπλα σε έναν άντρα 20 ετών, ο οποίος ήταν στο δρόμο για το μπάτσελορ πάρτι του φίλου του και με ρώτησε πόσο χρονών ήμουν. Είπα «15» και μου είπε ότι ήμουν πολύ μικρή για να είμαι μόνη μου στο αεροπλάνο. Αχ και που να ήξερε τι είχα περάσει.

Στο αεροδρόμιο του Σικάγο, είχα είκοσι λεπτά μέχρι να συναντήσω τους δύο κρατικούς αξιωματούχους που θα με παραλάμβαναν και έτσι πήγα σε έναν υπολογιστή και μπήκα στο Facebook. Είχα δύο λογαριασμούς εκείνη την εποχή: έναν για τους φίλους και έναν για την οικογένεια μου. Ήθελα να δω τι έλεγε η οικογένειά μου για την πράξη μου. Ένα κατεβατό από τη δεύτερη αδερφή μου ήταν το πρώτο πράγμα που διάβασα. Είπε ότι δεν ήθελε να με ξαναδεί, ότι με μισούσε και ότι αν κάποιος τη ρωτούσε πόσες αδερφές είχε, θα έλεγε δύο αντί για τρεις. Ήμουν συντετριμμένη. Μετά διάβασα μια ομαδική συνομιλία μεταξύ των δύο αδερφών μου, της μαμάς μου και της θείας μου, που έλεγαν ότι έφυγα και ότι καταστρέφω τη φήμη της οικογένειας και αν πήρα μαζί μου τα χρυσαφικά του γάμου. Καμιά τους δε νοιαζόταν όμως για το αν ήμουν καλά. Όσο επώδυνο κι αν ήταν το να διαβάζω αυτές τις λέξεις, με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι είχα κάνει τη σωστή επιλογή.

Η νέα μου ζωή στις ΗΠΑ

Πρώτα μετακόμισα με μια γυναίκα που ανάθρεψε πολλά παιδιά σαν εμένα και έμεινα εκεί για έξι μήνες. Δεν ήταν το ιδανικό μέρος, αφού ήταν πολύ θρησκευόμενη και μας έτρεχε στην Εκκλησία συνέχεια. Αλλά ήταν ακόμα καλύτερο από αυτό που είχα αφήσει. Αυτό επιβεβαιώθηκε όταν έπρεπε να αντιμετωπίσω τη μητέρα μου στο δικαστήριο για να αποδείξω ότι θα έπρεπε να παραμείνω σαν προστατευόμενη του κράτους, όπως αποκαλούν παιδιά των οποίων οι γονείς δεν είναι ικανοί να τα φροντίσουν.

Το πρώτο δικαστήριο ήταν δύο εβδομάδες μετά την άφιξή μου. Όταν είδα τη μαμά μου, πάγωσα. Καθόταν στην αίθουσα αναμονής και αρνιόταν να με αναγνωρίσει. Δεν είχε οπτική επαφή  μαζί μου. Ήταν σαν να μην υπήρχα για αυτήν. Ένιωσα ένα απαίσιο μείγμα πόνου και οργής. Λίγους μήνες αργότερα, έπρεπε να καταθέσω σε μια δικαστική αίθουσα. Η μαμά μου ήταν εκεί με τον δικηγόρο της. Έδειξε φωτογραφίες από τον γάμο μου και είπε ότι φαινόμουν ευτυχισμένη και ότι ήθελα να παντρευτώ.

Μετά από αυτή την ακρόαση, έγινα επίσημα προστατευόμενο μέλος της πολιτείας του Ιλινόις

Μέχρι τότε, είχα ήδη ξεκινήσει το λύκειο. Δεν μου άρεσε πολύ η θετή μητέρα μου. Σταμάτησα να πηγαίνω στην εκκλησία τα Σαββατοκύριακα, αλλά δεν άφηνε εμένα ή τον ανάδοχο αδερφό μου να μένουμε μόνοι στο σπίτι, οπότε ήμασταν κλειδωμένοι μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι. Ήταν δύσκολος εκείνος ο χειμώνα στο Σικάγο, αλλά η πρόνοια δεν πίστευε ότι ήμουν σε άμεσο κίνδυνο, οπότε έμεινα στη θέση μου. 

Photo via Seventeen

Μέχρι τον Ιανουάριο του 2014, σε ηλικία 16 ετών, πέρασα από τρία σπίτια ανάδοχων οικογενειών. Η στρατηγική μου ήταν απλώς να επιβιώσω από μέχρι τα 18 μου, όταν τελικά θα ήμουν μόνη μου. Έτσι, όταν ένα ζευγάρι, η Carrie και ο Marvin ήρθαν να με συναντήσουν ένα Σαββατοκύριακο, έδωσα τον καλύτερο μου εαυτό.

Οι δυο τους είχαν δύο βιολογικά παιδιά στην εφηβεία και τα δύο με προβλήματα ανάπτυξης. Καταλάβαινα τα παιδιά και οι γονείς τους ήταν πολύ ζεστοί, αλλά μου πήρε λίγο χρόνο για να ανοιχτώ. Ήθελα πολύ να φτάσω στα 18 ζώντας μαζί τους, αλλά ποτέ δεν ονειρευόμουν αυτό που συνέβη στη συνέχεια.

Όταν έκλεισα την επέτειο ενός έτους στην οικογένεια τους, με ρώτησαν αν ήθελα να με υιοθετήσουν. Σοκαρίστηκα! Σκέφτηκα ότι θα έφευγα στα 18 μου και θα ήμουν μόνη μου. Ποτέ δεν πίστευα ότι υπήρχε εναλλακτική. Αλλά μου είπαν ότι με ήθελαν κοντά τους για πάντα. Δεν μπορώ να σου πω πόσο καλά ένιωθα - να σε θέλει μια πραγματική οικογένεια. Είπα ναι.

Photo via Seventeen

Για πρώτη φορά στη ζωή μου, μπορούσα να βάλω πράγματα στο δωμάτιό μου και ήταν εντάξει. Ήταν η πρώτη φορά από τότε που ήμουν σε αυτό το βαν μαζί με τους ανθρώπους της πρεσβείας που ένιωσα ασφαλής. Είδα τη μητέρα μου για τελευταία φορά στο δικαστήριο, στην οριστική καταγγελία των γονικών δικαιωμάτων. Η Carrie της είχε ζητήσει φωτογραφίες από την παιδική μου ηλικία και παραδόξως, η μαμά μου της τις έδωσε εκεί. Ήταν μια ψυχρή ανταλλαγή. Ήταν ανέκφραστη. Στην αρχή με έβριζε. 

Έκτοτε η Carrie με κάνει να νιώθω ότι είμαι πραγματικά μέλος της οικογένειάς της, σαν να είμαι το παιδί της. Επιτέλους επανασυνδέθηκα στο Facebook με την αδερφή μου πριν από λίγους μήνες, εκείνη που μου είχε πει ότι με μισούσε. Παραδέχτηκε ότι θα ήθελε να είχε το θράσος να κάνει αυτό που είχα κάνει. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ήταν τόσο στενοχωρημένη: ξέφυγα. Δεν το έκανε.

Photo via Seventeen

Μόλις τελείωσα το λύκειο — η πρώτη στη βιολογική μου οικογένεια που το έκανε! Τον Σεπτέμβριο, θα πάω στο Illinois State University και μόλις έμαθα ότι κέρδισα μια πλήρη υποτροφία, πράγμα που σημαίνει ότι τα δίδακτρα μου θα ακυρωθούν για τα επόμενα πέντε χρόνια. Σκοπεύω να σπουδάσω επικοινωνία και μπορεί να θέλω να κάνω κάτι με τους υπολογιστές, θεωρώντας ότι είναι κυριολεκτικά αυτό που με έσωσε.

Ανεξάρτητα από το τι κάνω τελικά για τα προς το ζην, αυτό που με ενθουσιάζει περισσότερο είναι ότι μπορώ να διαλέξω — τι θέλω να φορέσω, με ποιον θέλω να βγω ραντεβού, ή ακόμα και να παντρευτώ, και τελικά, ποια θέλω να γίνω .

Photo via Seveteen

Η Yasmine Koenig μοιράστηκε αρχικά την ιστορία της με τα Παιδικά Δικαιώματα για συμπερίληψη στην ετήσια εκστρατεία Fostering the Future. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Περισσότερα Θέματα Think
62 / position1: 568 / position2: 1107
× PINK.GR
ΑΡΧΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
GET CONNECTED
Nextweb