Η ιστορικός Lucy Adington αποκάλυψε μια πραγματική ιστορία για τις μοδίστρες του Άουσβιτς, οι οποίες έντυναν την καλή κοινωνία του Βερολίνου. Οι γυναίκες αυτές, χρησιμοποίησαν το χάρισμα τους για σώσουν την ζωή τους. Κάπως έτσι, δημιούργησαν το εργαστήριο ραπτικής τους, θέλοντας να επιβιώσουν.
Η ομάδα τους, αποτελούνταν από 25 γυναίκες και κορίτσια, οι οποίες επιλέχθηκαν από την σύζυγο του διοικητή του στρατοπέδου συγκέντρωσης Hedwig Höss και η δουλειά τους ήταν να ντύνουν τις κυρίες των SS και της αριστοκρατίας της Γερμανική πρωτεύουσας, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Στα τέλη της δεκαετία του 1930 και στις αρχές της επόμενης, η σύζυγος του διοικητή του παραπάνω στρατοπέδου συγκέντρωσης, διηύθυνε το εν λόγω εργαστήριο μόδας, το οποίο ήταν γνωστό ως «ανώτερο στούντιο ραπτικής» (Obere Nähstube), μιας και εκεί σχεδιάζονταν haute couture κομμάτια για τη ναζιστική ελίτ.
Οι Ναζί θεωρούσαν ότι τα καλά ρούχα προσδίδουν κύρος σε όποιον τα φοράει, για αυτό και οι στολές τους ήταν καλοραμμένες, ενώ η Adlington, σχολιάζει το παράδοξο της υπόθεσης, που ήταν το γεγονός ότι οι γυναίκες τους έλεγαν σε βρώμικες κρατούμενες με κουρελιασμένα ρούχα, αν μπορούν να τους ράψουν καινούργια φορέματα.
Η ιστορικός, που στην αρχή της έρευνας της δεν είχε πολλά στοιχεία για τις εβραίες μοδίστρες, είχε βρει κάποια από τα ονόματα τους, τα οποία ήταν Irene, Renee, Hunya και Mimi, ενώ πολλές από εκείνες είχαν υποκορεστικά ή άλλαζαν τα ονόματα τους μετά τον γάμο. Κάπως έτσι, έγραψε ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Κόκκινη Κορδέλα» και τότε ήταν που τις ήρθαν οι ακριβείς πληροφορίες. Διαβάζοντας το βιβλίο της, άγνωστες γυναίκες επικοινώνησαν μαζί της, αναγνωρίζοντας στις σελίδες του συγγενικά τους πρόσωπα. Κάποιες έλεγαν ότι επρόκειτο για τις θείες τους, άλλες για τις γιαγιάδες τους, ακόμα και για τις μαμάδες τους.
Κάπως έτσι, η συγγραφέας οδηγήθηκε στο San Fransisco, όπου συνάντησε την 98χρονη Bracha Kohut, μια επιζώσα μοδίστρα του Άουσβιτς. Όπως εξομολογήθηκε η ηλικιωμένη, η ίδια, όπως και πολλές άλλες γυναίκες, έβλεπαν το ραφείο σαν ένα μέσο επιβίωσης από την όλη φρίκη, αλλά και σαν έναν μοχλό αντίστασης, μιας και κάποιες από τις μοδίστρες χρησιμοποιούσαν τη θέση τους για να βοηθήσουν τους συγκρατούμενους τους, ενώ άλλες επικοινωνούσαν με ανθρώπους εκτός του στρατοπέδου.
Επιπλέον, η 98χρονη ανέφερε ότι οι μοδίστρες μάζευαν φάρμακα και τα μοίραζαν, μπορούσαν να διαβάσουν κρυφά εφημερίδες και να ακούσουν ραδιόφωνο. Μάλιστα, η επικεφαλής μοδίστρα, Marta, ετοιμαζόταν να δραπετεύσει με σκοπό να μιλήσει στον κόσμο για τα εγκλήματα των Ναζί.
Σύμφωνα με την Adlington, δεν έχει διασωθεί κάποιο ρούχο που να έφτιαξαν οι μοδίστρες τους Άουσβιτς, αλλά ούτε και ο κατάλογος με τις παραγγελίες και τους πελάτες, για τον οποίον άκουσε μέσα από μαρτυρίες. Ωστόσο μια από τις μοδίστρες που επέζησαν έραψε αργότερα με ρετάλια από το ραφείο ένα κοστούμι για την ανιψιά της, η οποία το έστειλε στην ιστορικό, με την ίδια να ομολογεί ότι βάζει τα κλάματα κάθε φορα που το βλέπει.